-
1 ανεγείρω
(αόρ. ανήγειρα) μετ.1) поднимать; подбирать; 2) возводить; воздвигать, сооружать, строить;ανεγείρω μνημείο — ставить памятник;
3) снова строить, восстанавливать разрушенное;§ ανεγείρω εκ τού ύπνου — разбудить, поднимать с постели
См. также в других словарях:
αναστηλώνω — (ΜΑ ἀναστηλῶ, όω) [στήλη] νεοελλ. αποκαθιστώ και επαναφέρω στην αρχική του μορφή αρχιτεκτονικό ή άλλο μνημείο 2. μτφ. α) τονώνω, ενδυναμώνω β) ενισχύω ψυχικά, ενθαρρύνω, εμψυχώνω 3. μέσ. αναστηλώνομαι α) αποκαθίσταμαι β) υψώνω το ανάστημά μου,… … Dictionary of Greek